αγάντζωτος

αγάντζωτος
-η, -ο
αυτός που δεν έχει γαντζωθεί από κάπου ή αυτός που δεν έχει πιαστεί με γάντζο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αγάντζωτος — η, ο [γαντζώνω] 1. αυτός που δεν πιάστηκε ή δεν μπορεί να πιαστεί με γάντζο 2. αυτός που δεν γαντζώθηκε, δεν κρεμάστηκε από κάπου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”